αμορβάς

αμορβάς
ἀμορβὰς (-άδος), η (θηλ. τού ἀμορβὸς) (Α)
φρ. «ἀμορβάδες Νύμφαι» αγροτικές, υπηρετικές Νύμφες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀμορβάδες — ἀμορβάς rural fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμορβός — ἀμορβός, ο (θηλ. ἀμορβὰς) (Α) 1. ακόλουθος, υπηρέτης 2. βοσκός, χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αιολ. τ. αντί *ἁμαρβὸς < ἁμαρτὴ «ταυτόχρονα, μαζί με» + βῆναι. ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβαῖος, ἀμορβεύς, ἀμορβεύω, ἀμορβέω, ἀμορβής, ές] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”